- φωτιστήριον
- τὸ, Αεκκλ. τόπος στον οποίο τελείται το μυστήριο τού βαπτίσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτίζω + επίθημα -τήριον* (πρβλ. γυμνασ-τήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτιστήριον — lanternwindow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτιστηρίῳ — φωτιστήριον lanternwindow neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԼՈՒՍԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0900 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 11c, 12c գ. Ընդունարան կամ գործի լուսոյ եւ լուսաւորութեան, որպէս Աչք. *Առ սակաւ սակաւ նուաղին լուսարանք մարմնոյն. Նար. խրատ.: *Ձեռն եդեալ բժշկաց զլուսարանս նոցա. Ասող. ՟Գ. 7: *Զանթիւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
φωτιστηρίωι — φωτιστηρίῳ , φωτιστήριον lanternwindow neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)